πρωτοπήμων

πρωτοπήμων
πρωτοπήμων
first cause of ill
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοπήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πήμων… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπήμονος — πρωτοπήμων first cause of ill masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροπήμων — ( ονος), ον (Α) ο βλαβερός για τα δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + πήμων < πήμα «πάθημα, δυστύχημα, συμφορά» (πρβλ. πολυπήμων, πρωτοπήμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”